στομακάκη

στομακάκη
και στομοκάκη, ἡ, Α
νόσημα τού στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλο-κάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στομοκάκη — ἡ, Α βλ. στομακάκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”